payer$58541$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

payer$58541$ - translation to ελληνικό

AUSTRIAN MOUNTAIN CLIMBER, PAINTER, ARCTIC EXPLORER AND NOBLEMAN (1841-1915)
Julius Payer; Von Payer
  • Memorial in Teplice
  • Payer in snow suit

payer      
n. πληρώνων, πληρωτής

Ορισμός

payer
(payers)
1.
You can refer to someone as a payer if they pay a particular kind of bill or fee. For example, a mortgage payer is someone who pays a mortgage.
Lower interest rates pleased millions of mortgage payers.
N-COUNT: usu with supp, oft n N
2.
A good payer pays you quickly or pays you a lot of money. A bad payer takes a long time to pay you, or does not pay you very much.
I have always been a good payer and have never gone into debt...
N-COUNT: adj N

Βικιπαίδεια

Julius von Payer

Julius Johannes Ludovicus Ritter von Payer (2 September 1841, – 29 August 1915), ennobled Ritter von Payer in 1876, was an officer of the Austro-Hungarian Army, mountaineer, arctic explorer, cartographer, painter, and professor at the Theresian Military Academy. He is chiefly known for the Austro-Hungarian North Pole expedition in 1872–74 and the discovery of Franz Josef Land.